αντάρτης

αντάρτης
Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την κρατική εξουσία –η οποία εννοείται στην περίπτωση αυτή καταπιεστική και αντιλαϊκή– αλλά διάφορες πολιτικές ομάδες, κόμματα ή λαϊκές οργανώσεις που την καταπολεμούν. Οι α. δεν αποτελούν κανονικό (τακτικό) στρατό και γι’ αυτό σπάνια δίνουν μάχες κατά παράταξη. Η τακτική τους είναι ο αιφνιδιασμός, η ενέδρα, το χτύπημα των εφεδρειών και του εφοδιασμού του αντιπάλου, η διαρκής μετακίνηση, η προσπάθεια στήριξης στον λαϊκό παράγοντα κλπ. Ο όρος α. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο το 1822 εναντίον του οπλαρχηγού της Ακαρνανίας Βαρνακιώτη, ο οποίος είχε ενωθεί με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη στην πρώτη εκστρατεία εναντίον του Μεσολογγίου. Μέχρι τότε, οι πολεμιστές της Επανάστασης του 1821 ονομάζονταν ζορμπάδες (από την τουρκική λέξη ζορμπάς) ή και αποστάτες, επαναστάτεςαγωνιστές. Α. ονομάστηκαν επίσης οι οπαδοί του Κολοκοτρώνη στους εμφυλίους πολέμους (1824-25), καθώς και οι κινηματίες εναντίον της Αντιβασιλείας το 1836. Αργότερα, o όρος χρησιμοποιήθηκε και για τα μέλη των εκστρατευτικών σωμάτων που εκπαιδεύονταν στην Ελλάδα και αποστέλλονταν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές (Θεσσαλία, Ήπειρος, Κρήτη κ.α.). Μια ιδιαίτερη σελίδα για το αντάρτικο κίνημα στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει η περίοδος 1941-44. Χαρακτηριστικός τύπος Έλληνα αντάρτη, από εκείνους που έδρασαν στις ορεινές περιοχές της Στερεάς κατά τη γερμανική κατοχή. Αντάρτες της Αγκόλας με τη σημαία τους, όσο διαρκούσε η εμφύλια σύρραξη στη χώρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Γάλλοι «μακί» στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα αντάρτικα αυτά σώματα προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον αγώνα εναντίον του χιτλερισμού, κυρίως μετά την αποβίβαση στη Νορμανδία.
* * *
ο (θηλ. αντάρτισσα, η) (AM ἀντάρτης) [ανταίρω]
ο στασιαστής, αυτός που μετέχει σε ένοπλη εξέγερση εναντίον της κρατικής εξουσίας ή πολιτικού καθεστώτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει σε άτακτο, αντάρτικο, στρατιωτικό σώμα («πάει αντάρτης στη Μακεδονία»)
2. (συνήθως για παιδί) ο ανυπάκουος, ο απείθαρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντάρτης — ο θηλ. ισσα αυτός που ξεσηκώνεται εναντίον της κυβερνητικής ή της ξενικής εξουσίας, γιατί πιστεύει πως τον στερεί από ορισμένα στοιχειώδη ανθρώπινα ή εθνικά δικαιώματα, και την πολεμά ένοπλα: Στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής (1941 1944)… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντάρτης — ἀντά̱ρτης , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντά̱ρτης , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀντά̱ρτης , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντί ἀρτάω fasten to pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταρτεύω — [αντάρτης] 1. κινώ σε ανταρσία, κάνω κάποιον αντάρτη 2. γίνομαι αντάρτης, σηκώνω επανάσταση …   Dictionary of Greek

  • ANTARTA — Graece ἀντάρτης, rebellis et tyrannus vel apostata a verbo ἀντάιρεςθαι, quod est contra surgere, cui contrarium est σινάιρεςθαι. Glossae, Delliones, ἀντάρται, ἀκαθοσιωτοι, ρύραννοι καὶ τνραννίδες, qui locus in Glossis hodie corruptissimus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρέμπελος — η, ο, Ν 1. (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, ο αντάρτικος 2. αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτε 3. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί 4. άτακτος, ακατάστατος («ρέμπελο σπίτι») 5.… …   Dictionary of Greek

  • Andartes — Andartis, Plural Andarten, (griechisch Αντάρτης) ist die griechische Bezeichnung für einen Partisanen. Sie entstanden in Verbindung mit dem griechischen Kampf um Makedonien (griechisch Μακεδονικός αγώνας) im 19. Jahrhundert. Die Gruppe des… …   Deutsch Wikipedia

  • Andartis — Andartis, Plural Andarten, (griechisch Αντάρτης) ist die griechische Bezeichnung für einen Partisanen. Sie entstanden in Verbindung mit dem griechischen Kampf um Makedonien (griechisch Μακεδονικός αγώνας) im 19. Jahrhundert. Die Gruppe des… …   Deutsch Wikipedia

  • Heinrich Kreipe — Karl Heinrich Georg Ferdinand Kreipe (* 5. Juni 1895 in Niederspier (jetzt Ortsteil von Großenehrich im Kyffhäuserkreis); † 14. Juni 1976 in Northeim oder Hannover) war ein deutscher Offizier, zuletzt Generalmajor der Wehrmacht im Zweiten… …   Deutsch Wikipedia

  • Dimitrios Holevas — Photo of Papa Holevas during his time with ELAS Protopresbyter Dimitrios Holevas (Greek: Δημήτριος Χολέβας), more commonly known as Papa Holevas (Παπαχολέβας, Father Holevas ), was a Greek Orthodox priest who was a notable member of the Greek… …   Wikipedia

  • Холевас, Димитриос — Димитриос Холевас (греч. Δημήτριος Χολέβας; 1907(1907), Цука, Фтиотида  16 июля 2001, Афины),  архипресвитер, православный греческий священник и видный член Сопротивления, во время Второй мировой войны сражался в рядах ЭЛАС… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”